αφάνταχτος

αφάνταχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε φαντάζει, δεν κάνει εντύπωση: Το σπίτι εξωτερικά είναι αφάνταχτο.
2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο μετριόφρονας (αντίθ. φαντασμένος): Μ' όλα τα πλούτη που απόχτησε έμεινε άνθρωπος αφάνταχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αφάνταχτος — η, ο 1. εκείνος που δεν φαντάζει, που δεν έχει εντυπωσιακή εμφάνιση 2. ο μετριόφρονας 3. αφάνταστος, εξαιρετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”